- Πίκτοι
- (Picti). Αρχαίος λαός της Βρετανίας, γειτονικός των Σκότων, με τους οποίους πολέμησε για μεγάλο διάστημα εναντίον των Ρωμαίων της Βρετανίας (2ος-3ος αι. μ.Χ.). Η κελτική ονομασία τους ήταν Βρίθοι ή Βρέτοι, που σημαίνει –όπως και το λατινικό Π.– βαμμένοι, επειδή συνήθιζαν να βάφουν τα σώματά τους. Διακρίνονταν σε δύο μεγάλες φυλές, των Δεκαλέδων και των Βικτουρίων. Αγωνίστηκαν σκληρά εναντίον των Βρετανών και των Σαξόνων και το 839 μ.Χ. υποτάχτηκαν στους Σκότους.
* * *οι, Ν1. αρχαίος, μη κελτικός λαός που κατοικούσε στην ανατολική και βορειοανατολική Σκωτία και ο οποίος οφείλει την ονομασία του στο ὁτι οι άνθρωποι συνήθιζαν να χρωματίζουν το σώμα τους ή να κάνουν τατουάζ2. φρ. «γλώσσα τών Πίκτων» — γλώσσα που μιλούσαν οι Πίκτοι ώς τον 9ο αιώνα και η οποία αντικαταστάθηκε από την Γαελική μετά από την ένωση τών Πίκτων με τη Σκωτία την ίδια εποχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Picti (< pictus, παθ. μτχ. τού pingo «ζωγραφίζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.